γραμματόπλεγμα
Смотреть что такое "γραμματόπλεγμα" в других словарях:
γραμματόπλεγμα — το σύμπλεγμα γραμμάτων (συνήθως κεφαλαίων), αρχικών ονόματος προσώπου, ιδρύματος, εταιρείας, πολιτείας κ.λπ., το αρκτικόλεξο (π. χ. ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΟΚ κ.λπ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) + πλέγμα. Η λ. γραμματοπλέγματα μαρτυρείται από το 1888 στην… … Dictionary of Greek
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek
γραμματοσύμπλεγμα — το το γραμματόπλεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) + σύμπλεγμα. Η λ. στον πληθ. (γραμματοσυμπλέγματα) μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek