γραμματόπλεγμα

γραμματόπλεγμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γραμματόπλεγμα" в других словарях:

  • γραμματόπλεγμα — το σύμπλεγμα γραμμάτων (συνήθως κεφαλαίων), αρχικών ονόματος προσώπου, ιδρύματος, εταιρείας, πολιτείας κ.λπ., το αρκτικόλεξο (π. χ. ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΟΚ κ.λπ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) + πλέγμα. Η λ. γραμματοπλέγματα μαρτυρείται από το 1888 στην… …   Dictionary of Greek

  • γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • γραμματοσύμπλεγμα — το το γραμματόπλεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) + σύμπλεγμα. Η λ. στον πληθ. (γραμματοσυμπλέγματα) μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»